Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

pressing necessity


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο necessity παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: pressing

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
necessity n (need for [sth])αναγκαιότητα, ανάγκη ουσ θηλ
 The military tribunal judged the necessity of the soldier's actions.
 Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη.
necessity n ([sth] unavoidable) (για κάτι κακό)αναγκαίο κακό φρ ως ουσ ουδ
  (κάτι που πρέπει να γίνει)υποχρέωση ουσ θηλ
  (κάτι που γίνεται πάντα)φύση ουσ θηλ
  υποχρεωτικά, αναπόφευκτα επίρ
 An object dropped from a height will by necessity fall to the ground.
 Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος.
necessity n (emergency requirement)άμεση ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
 Amputating the patient's leg was a necessity.
 Ο ακρωτηριασμός του ποδιού του ασθενούς ήταν μια άμεση ανάγκη.
necessity n figurative ([sth] useful) (καθομ, μεταφορικά)ανάγκη, υποχρέωση ουσ θηλ
  (κάτι που βοηθάει)προσόν ουσ ουδ
  απαραίτητος, βασικός, αναγκαίος, υποχρεωτικός επίθ
 Understanding football is a necessity when you live in the US.
 Το να καταλαβαίνεις από φούτμπολ είναι απαραίτητο όταν μένεις στις ΗΠΑ.
necessity n ([sth] needed) (απολύτως απαραίτητο)είδος πρώτης ανάγκης φρ ως ουσ ουδ
  βασικό αγαθό, απαραίτητο αγαθό επίθ + ουσ ουδ
  (πράγμα, προϊόν κ.λπ.)βασικός, απαραίτητος, αναγκαίος επίθ
  (καθομιλουμένη)χρειαζούμενα μτχ πρκ
 Karen went down to the store to buy some necessities.
 Η Κάρεν πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει κάποια είδη πρώτης ανάγκης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
necessity n (poverty)ανέχεια, φτώχεια ουσ θηλ
  (σε εκφράσεις)ανάγκη ουσ θηλ
 The family lived in necessity for years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
from necessity adv (because it is necessary)κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά επίρ
 The survivors of the plane crash turned to cannibalism from necessity.
matter of necessity n ([sth] essential)αναγκαίος, απαραίτητος επίθ
  ανάγκη ουσ θηλ
 You must tell your mother that you will not be home in time, it's a matter of necessity.
Necessity is the mother of invention n (need inspires solutions)η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται έκφρ
  πενία τέχνας κατεργάζεται έκφρ
 It is said that necessity is the mother of invention.
of necessity,
also US: by necessity
adv
(unavoidably)αναγκαστικά επίρ
  για λόγους ανάγκης φρ ως επίρ
 By necessity, we eat a lot of beans and very little steak.
out of necessity adv (due to need)από ανάγκη, κατ' ανάγκη περίφρ
  αναγκαστικά επίρ
  (λόγιος)εξ ανάγκης φρ ως επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pressing necessity στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pressing necessity».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!